- γεωμορία
- γεωμορ-ία, ἡ,A portion of land, Nic.Al.10: pl., farms, cultivated lands, Opp.C.4.434.III harvest,
λιπαρὰ γ. AP6.258
([place name] Addaeus).IV division of land, Nicom.Ar. 1.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπαρὰ γ. AP6.258
([place name] Addaeus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γεωμορία — γεωμορίᾱ , γεωμορία portion of land fem nom/voc/acc dual γεωμορίᾱ , γεωμορία portion of land fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορία — γεωμορία, η (Α) [γεωμόρος] 1. τμήμα γης 2. η γεωργία 3. η συγκομιδή 4. διανομή τής γης … Dictionary of Greek
γεωμορίᾳ — γεωμορίαι , γεωμορία portion of land fem nom/voc pl γεωμορίᾱͅ , γεωμορία portion of land fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορίας — γεωμορίᾱς , γεωμορία portion of land fem acc pl γεωμορίᾱς , γεωμορία portion of land fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορίαν — γεωμορίᾱν , γεωμορία portion of land fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορίην — γεωμορία portion of land fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορίης — γεωμορία portion of land fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορίῃσι — γεωμορία portion of land fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορίῃσιν — γεωμορία portion of land fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)